<< Μας αβιζάρισε ο νωματάρχης να παραδώσομε τα ντουφέκια γιατί τάχει, λέει, ανάγκη η πατρίδα. Κι όσοι έομε μουλάρια να τα δώσωμεμε κευτά. Ένα κοντό μαλιχέρι είχα, σαν την κουτσούνα το παντέρμο, κεφίλησά ντο να το δώσω.
Λέει μου πάλι η γερόντισσα:
''Μην το δώσεις μπρε, για δεν κατέ'με πως θα πάει η δουλειά, μπορεί ταχιά παρέκει να χρειγιαστεί επαέ για να πολεμήσεις τσ' οθρούς''
Δεν τσ' αφουγκράστηκα και τόδωκα, μα πλιά το λυπήθηκα παρά το μουλάρι. Ήρθανε του χρόνου τα γυρίσματα. Εμπήκαν και γερμανοί στη μέση. Εγαήραμε στο χωριό. Τσιφτέδες, μανάρες και κατσούνες επήραμε και κατεβήκαμε στα κατωμέρια απού πέφταν οι γερμανοί.
Η γρε μ' ακλούθιε με το σακκούλι.
''Καλά μου μίλιες απατή σου'', τση κάνω.
''Σάλευε'', μου λέει, ''και σώπα'' >>
(Κρητικό νάκλι)
Το ΙΙΙ/1 γερμανικό τάγμα του επισμηναγού Σουλτζ (Schulz) ερρίφθη στην περίμετρο της πόλης του Ηρακλείου, έξω από τα βενετσιάνικα τείχη, στις περιοχές Γίοφυρο, Θέρισο και Μασταμπά, ανάμεσα στα λιόφυτα, τα κλήματα και τα δρομάκια των προαστίων. Εκεί τους ανέμεναν τα ελληνικά τμήματα που άρχισαν αμέσως τα πυρά, με αποτέλεσμα αρκετοί αλεξιπτωτιστές να χτυπηθούν πριν καν αγγίξουν το έδαφος. Οι υπόλοιποι δέχθηκαν επίθεση ενώ προσπαθούσαν να απαγκιστρωθούν από τα αλεξίπτωτα τους, να αναζητήσουν τα κιβώτια με τον οπλισμό τους και να συντονίσουν τις κινήσεις τους. Στις δυνάμεις του τακτικού στρατού σύντομα προστέθηκαν πολίτες, οπλισμένοι με ότι βρήκαν πρόχειρο.
Λέει μου πάλι η γερόντισσα:
''Μην το δώσεις μπρε, για δεν κατέ'με πως θα πάει η δουλειά, μπορεί ταχιά παρέκει να χρειγιαστεί επαέ για να πολεμήσεις τσ' οθρούς''
Δεν τσ' αφουγκράστηκα και τόδωκα, μα πλιά το λυπήθηκα παρά το μουλάρι. Ήρθανε του χρόνου τα γυρίσματα. Εμπήκαν και γερμανοί στη μέση. Εγαήραμε στο χωριό. Τσιφτέδες, μανάρες και κατσούνες επήραμε και κατεβήκαμε στα κατωμέρια απού πέφταν οι γερμανοί.
Η γρε μ' ακλούθιε με το σακκούλι.
''Καλά μου μίλιες απατή σου'', τση κάνω.
''Σάλευε'', μου λέει, ''και σώπα'' >>
(Κρητικό νάκλι)
Το ΙΙΙ/1 γερμανικό τάγμα του επισμηναγού Σουλτζ (Schulz) ερρίφθη στην περίμετρο της πόλης του Ηρακλείου, έξω από τα βενετσιάνικα τείχη, στις περιοχές Γίοφυρο, Θέρισο και Μασταμπά, ανάμεσα στα λιόφυτα, τα κλήματα και τα δρομάκια των προαστίων. Εκεί τους ανέμεναν τα ελληνικά τμήματα που άρχισαν αμέσως τα πυρά, με αποτέλεσμα αρκετοί αλεξιπτωτιστές να χτυπηθούν πριν καν αγγίξουν το έδαφος. Οι υπόλοιποι δέχθηκαν επίθεση ενώ προσπαθούσαν να απαγκιστρωθούν από τα αλεξίπτωτα τους, να αναζητήσουν τα κιβώτια με τον οπλισμό τους και να συντονίσουν τις κινήσεις τους. Στις δυνάμεις του τακτικού στρατού σύντομα προστέθηκαν πολίτες, οπλισμένοι με ότι βρήκαν πρόχειρο.